Παραξενεμένος ο Επιθεωρητής Φράνσις Μπέκερ κοίταξε το ρολόι του. Υποτίθεται ότι η κυρία Θορν θα τους περίμενε στην πόρτα. Είχε τηλεφωνήσει στην αστυνομία με τέτοια βιάση, ασθμαίνοντας σχεδόν, που οποιοσδήποτε θα είχε φανταστεί ότι επρόκειτο για μεγάλη ανάγκη. Είχε ξεκινήσει άμεσα με τον βοηθό του και είχαν φτάσει στο σπίτι της σε δεκατρία λεπτά μόλις. Το σπίτι της έστεκε παράμερα από τις κεντρικές οδούς, λίγο σαν παρατηρητής ολόκληρης της κωμόπολης και έπρεπε να υπολογίσουν τον χρόνο αναχώρησης και άφιξης. Να τώρα όμως που έστεκαν απέξω σαν χάνοι, είχαν χτυπήσει ήδη τρεις φορές το κουδούνι και η απάντηση δεν ερχόταν.
Ανήσυχος τώρα έκανε νόημα στον βοηθό να πάει προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Δεν χρειάστηκε βέβαια να ψάξουν πολύ. Η κυρία Θορν βρισκόταν στο πίσω μέρος του κήπου και φαινόταν να σκάβει σε μια γωνιά γεμάτη με τριανταφυλλιές. Ναι, έσκαβε, αυτό πρέπει να έκανε, αφού ήταν σκυμμένη πάνω από ένα μικρό λοφίσκο και πετούσε χώμα στα δεξιά και αριστερά της με ένα μικρό φτυαράκι. Έμοιαζε μάλιστα τόσο απορροφημένη από το έργο της που δεν τους είχε ακούσει καν να έρχονται, παρόλο που, παρά τα χρόνια της, οι πέντε αισθήσεις της λειτουργούσαν εξαιρετικά. Ο Μπέκερ ξερόβηξε.
“Φράνσις, ήρθατε!” αναφώνησε η κυρία Θορν, γυρώντας προς το μέρος τους. “Τώρα μόλις πρόλαβα να θάψω τα κοσμήματά μου. Αυτό έκανα. Για να μην ξανασυμβεί”.
Η Λίλιαν Θορν είχε αυτή την άνεση με τον Επιθεωρητή επειδή η μητέρα του και εκείνη ήταν συμμαθήτριες και ήταν βέβαιο πως σε λίγο θα θυμόταν πάλι κάποια εξευτελιστική ιστορία από τα παιδικά ή νεανικά του χρόνια, όπως αυτές που ξέθαβε από το μυαλό της κάθε φορά που τον έβλεπε, ανεξάρτητα από το εάν η περίσταση το επέτρεπε ή όχι.
“Να μην ξανασυμβεί τί, κυρία Θορν;” προσπάθησε τώρα να συντονίσει τη συζήτηση σε καλντερίμια που τον εξυπηρετούσαν. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Το βράδυ είχε ένα ραντεβού που είχε αναβάλλει ήδη πολλές φορές και δεν έπρεπε επ’ ουδενί να χαθεί για άλλη μία φορά. Για κανέναν λόγο δεν ήθελε να αργήσει να επιστρέψει σπίτι του.
“Άκου, Φράνσις”, είπε εκείνη και ανασηκώθηκε τινάζοντας το χώμα από τις φούστες της. “Εγώ γριά μπορεί να είμαι, αλλά δεν έχω ξεκουτιάνει, έτσι δεν είναι;” τον ρώτησε με σμιγμένα τα φρύδια. Ο Επιθεωρητής και ο βοηθός του συμφώνησαν πρόθυμα μπροστά στην απειλή κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. “Να όμως που σε λίγο θα με βγάλει τρελή και το μικρότερο παιδί. Ελάτε, πάμε μέσα και θα σας τα πω όλα”, μουρμουρίσε και άρχισε να βηματίζει προς το σπίτι.
“Μισό λεπτό, κυρία Θορν”, τη σταμάτησε ο Επιθεωρητής. “Καλό θα ήταν να πάρουμε τα κοσμήματα μαζί μας. Εάν δεν αισθάνεστε ασφαλής, καλό θα ήταν να τα μεταφέρουμε με τον βοηθό μου στην τράπεζα ή έστω να κάνουμε μία καταγραφή, μία καταμέτρηση για να είσαστε και εσείς σίγουρη”.
Η κυρία Θορν σταμάτησε το βήμα της και κοίταξε πίσω από την πλάτη της.
“Δεν χρειάζεται να κάνετε τίποτα τέτοιο. Το κουτί είναι άδειο, έτσι κι αλλιώς. Ελάτε μέσα, κάνει και κρύο”, είπε και χώθηκε στο σπίτι.
Οι δύο αστυνομικοί κοιτάχτηκαν. Μπορεί η γριά Θορν να έλεγε ότι δεν είχε ξεκουτιάνει, τώρα όμως είχαν αρχίσει να σχηματίζουν αμφιβολίες. Ο Επιθεωρητής ανασήκωσε παραιτημένος τους ώμους του και την ακολούθησε. Πίσω του ερχόταν και ο νεαρός Τόμας που δεν έβγαζε γενικώς μιλιά, παρά μόνο όταν του το ζητούσαν, χαρακτηριστικό που ο Μπεκερ εκτιμούσε ιδιαίτερα. Μέσα στο σπίτι, η κυρία Θορν άναβε τις λάμπες μία προς μία. Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Τώρα πήγαινε στην κουζίνα να τους φέρει τσάι και αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να ρίξει μια ματιά τριγύρω. Όλα έδειχναν ανάστατα. Συρτάρια μισάνοιχτα, με το περιεχόμενο να ξεχειλίζει από τα διάφορα ερμάρια. Το τραπεζομάντιλο στριμωγμένο στην άκρη και πάνω κουτιά με κλωστές ραψίματος, παλιές φωτογραφίες, εντυπωσιακά πολλές πένες με τα μελάνια τους παραδίπλα, το σπίτι ήταν ανάστατο, λες και το σαλόνι τουλάχιστον είχε ξεράσει όλο του το περιεχόμενο πάνω στα διάφορα τραπεζάκια δεξιά και αριστερά και κυρίως στο κεντρικό τραπέζι που ήταν γεμάτο από τις πορσελάνες του σκρίνιου. Παράξενα πράγματα. Ο Μπέκερ έτριψε το σβέρκο του.
“Καθήστε”, έκανε η κυρία Θορν αφήνοντας το δίσκο στο μόνο κενό σημείο του τραπεζιού. “Καθήστε και πιείτε και θα σας τα πω όλα”. Ο Επιθεωρητής και ο Τόμας πήραν το φλιτζάνι τους, έκατσαν σε μια πολυθρόνα κάνοντας στην άκρη τα πολλαπλά μαξιλάρια του καναπέ που ήταν στοιβαγμένα πάνω τους και ο Μπέκερ έβγαλε το μπλοκάκι του.
“Λοιπόν, ακούστε. Συμβαίνει εδώ και κάποιες εβδομάδες αυτό που θα σας διηγηθώ. Κάποιος κλέβει τα πράγματά μου, τα κρατάει για κάποιες μέρες και μετά τα επιστρέφει στη θέση τους. Δεν με νοιάζει αν θα με πιστέψετε ή όχι, αλλά έτσι είναι. Δεν υπνοβατώ, δεν έχω πάθει άνοια και ξέρω πολύ καλά το σπίτι και τα αντικείμενα εδώ μέσα, τα έχω μετρημένα σπιθαμή προς σπιθαμή. Και φαντάσματα δεν υπάρχουν, εγώ αυτό ξέρω”, είπε μονοκοπανιά η γηραιά κυρία, ξεφυσώντας με αγανάκτηση πάνω από το καυτό τσάι της.
Ο Επιθεωρητής έψαξε για κάτι έξυπνο να πει.
“Κανείς δεν είπε ότι δεν σας πιστεύει, κυρία Θορν. Απλώς θα πρέπει να μας πείτε λεπτομέρειες. Ποια πράγματα έλειπαν;”
Η κυρία Θορν μούγκρισε αγανακτισμένη και σηκώθηκε απρόθυμα από την καρέκλα της. Έδειξε τον χώρο γύρω τους με μια θυμωμένη κίνηση. “Όλα έχουν απουσιάσει κατά καιρούς. Πρώτα ήταν το καλό σερβίτσιο του γάμου μου με τον Τζέραλντ. Δε θα τον θυμάσαι, Φράνσις, ήσουν πολύ μικρούλης όταν τον έχασα. Γυρνούσες ακόμη με αυτά κοντά παντελονάκια παρόλο που είχες περάσει την ηλικία του μωρού”. Ο Μπέκερ ξερόβηξε, όσο ο Τόμας δίπλα του προσπαθούσε να συγκρατήσει ένα γέλιο. “Τέλος πάντων, αυτό έλειψε για τρεις μέρες. Το επόμενο που έφυγε ήταν το ραδιόφωνο. Αυτό έλειψε για μία μέρα μόνο. Δεν ήξερα τι να κάνω. Διπλοκλείδωνα το σπίτι, έπεφτα για ύπνο και πεταγόμουν επάνω με κάθε παραμικρή κίνηση. Το τελευταίο που πήραν ήταν τα κοσμήματά μου. Γι’ αυτό άλλαξα θέση σε όλα και γι’ αυτό έθαψα και το κουτί με τα ασημικά στον κήπο. Εκεί μέσα είχα τα κοσμήματα. Θέλω να δω αν θα τολμήσουν να σκάψουν και τον κήπο. Γιατί εκεί θα τους πιάσω σίγουρα. Αν κάνουν πως επιστρέφουν τα κοσμήματα θα καταλάβουν αν μη τι άλλο ότι η κοσμηματοθήκη έχει αλλάξει θέση. Θα αργήσουν να κινηθούν και θα τους δω, θα τους πιάσω, το έχω πάρει απόφαση”.
“Μισό, μισό λεπτό, κυρία Θορν. Θέλετε να πείτε ότι κάνατε το σπίτι ανάστα ο Κύριος με την ελπίδα να πιάσετε έναν κλέφτη; Μόνη σας το σκεφτήκατε όλο αυτό; Το άτομο αυτό μπορεί να είναι επικίνδυνο. Ακόμη και αν τους πιάασετε, πώς πιστεύατε ότι θα τα βγάζατε πέρα;” ρώτησε με μια ανάσα ο Τόμας. Ο Μπέκετ τον κοίταξε έκπληκτος αλλά δεν είπε τίποτα γιατί βασικά συμφωνούσε. Η γριούλα σήμερα είχε υπερτιμήσει τις δυνάμεις της. Ήδη έτρεμε σύγκορμη, αλλά το παράξενο ήταν πως μάλλον ήταν από θυμό και όχι από ταραχή.
“Ευχαριστώ, Τόμας, θα συνεχίσω εγώ τώρα. Κυρία Θορν, εκτός του ότι συμφωνώ με τον βοηθό μου απόλυτα, θα πρέπει να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις. Ποιος έρχεται σε αυτό το σπίτι τακτικά; Έχετε κάποια υπηρέτρια, κάποιον κηπουρό, ή κάποιο παιδί για όλες τις δουλειές που να ξέρει τόσο καλά τη θέση των πραγμάτων;”
“Έρχεται ένα σωρό κόσμος, αλλά κάποιο σταθερό άτομο δεν μπαινοβγαίνει εδώ μέσα. Ο τελευταίος που ήρθε ήταν ο γιος της Έρικα Λοτζ, ο Μπράϊαν. Αλλά αυτόν τον είχα καλέσει εγώ, δεν μετράει, έτσι δεν είναι; Με τη μητέρα του είμαστε στην ίδια Λέσχη Ανάγνωσης και της είχα ζητήσει να πει στο γιο της να με βοηθήσει με μία δουλειά στη σκεπή. Έχασα κάποια κεραμίδια με την τελευταία βροχή που χρειάζονταν αντικατάσταση. Ήρθε μάλιστα μια-δύο μέρες προτού καταλάβω ότι τα κοσμήματα έλειπαν. Λες να είναι αυτός ο ένοχος, Φράνσις; Και γιατί δεν κράτησε τα υπόλοιπα πράγματα;”. Δεν του άρεσαν μάλλον, πήγε να πει ο Μπέκερ αλλά συγκρατήθηκε τελευταία στιγμή. Η κυρία Θορν προφανώς ήταν παραζαλισμένη από την αναστάτωση του χώρου της.
“Εννοείτε τον Μπράϊαν, τον μεγάλο γιο των Λοτζ; Μα αυτός είναι οδηγός άμαξας, τι δουλειά μπορεί να έχει με τα κεραμίδια; Τον έχετε χρησιμοποιήσει ξανά για τέτοιες δουλειές;” είπε ο Μπέκερ θυμούμενος παράλληλα ότι είχε δει τον νεαρό Μπράϊαν να βγαίνει από την μικρή παμπ δίπλα στο σπίτι του φωνάζοντας και γελώντας με τους κολλητούς του πριν από καμιά εβδομάδα.
“Βεβαίως και είχα απόλυτη εμπιστοσύνη η χαζή”, είπε η κυρία Θορν. “Και προτού με ρωτήσεις, κανένας άλλος δεν έρχεται στο σπίτι, εκτός από τις κυρίες της Λέσχης Ανάγνωσης, τις οποίες τις γνωρίζεις μία προς μία, μεταξύ αυτών είναι και η μητέρα σου”, συμπληρώσε. “Τις δουλειές του σπιτιού τις κάνω μόνη μου, αντέχω ακόμη, μη με κοιτάς έτσι”.
“Πολύ καλά, τότε περιγράψτε μας τα κοσμήματα, ένα προς ένα. Ο βοηθός μου θα τα καταγράψει ως απωλεσθέντα και θα ξεκινήσουμε την έρευνα. Είχατε αντικείμενα μεγάλης αξίας;”
“Φυσικά!” αναφώνησε η κυρία Θορν. “Και μόνο το δαχτυλίδι με τα ζαφείρια είναι τόσο πολύτιμο όσο όλα τα υπόλοιπα μαζί. Τα διπλά χρήματα αξίζει. Ήταν το γαμήλιο δώρο των γονιών μου. Σίγουρα θα πουληθεί σε εξωφρενική τιμή τώρα. Εγώ το φοράω πια πολύ σπάνια, αλλά δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι κάποιος θα είχε σημειώσει την ύπαρξή του. Τα υπόλοιπα είναι απλά μικροπράγματα μπροστά του”. Ο Επιθεωρητής είχε αρχίσει να βαριέται ήδη, αλλά η κυρία Θορν απαριθμούσε ήδη τα κοσμήματα στον Τόμας που έφτιαχνε τη λίστα.
Η υπόθεση φαινόταν τόσο απλή που ήταν αστεία. Ο Μπράϊαν, γνωστός νταής της πόλης, είχε προφανώς σημειώσει τα πάντα στο σπίτι με το μάτι. Έξυπνο πράγματι να κλέβει πράγματα και μετά να τα επιστρέφει για να μπερδέψει την γριούλα. Μάλλον είχε βαλθεί να την κάνει να πιστέψει ότι είχε τρελαθεί ή κάτι τέτοιο. Και τώρα το δαχτυλίδι κατά πάσα πιθανότητα θα είχε ήδη πουληθεί, ή θα είχε ζητηθεί η μετατροπή του σε κολιέ ή ακόμη χειρότερα θα περίμενε να κοσμήσει τα δάχτυλα της νέας ερωμένης του. Ανασηκώθηκε. Μια γρήγορη ερώτηση στα τοπικά κοσμηματοπωλεία θα έλυνε το μυστήριο σε καμιά ώρα. Σίγουρα ο Λοτζ δε θα τολμούσε να απευθυνθεί κάπου όπου θα τον γνώριζαν, οπότε θα ξεκινούσε από τις πόλεις από όπου περνούσε με τα δρομολόγια της άμαξάς του. Ήταν συγκεκριμένες, και οι κοσμηματοπώλες συνεργάτες της αστυνομίας. Ο νεαρός είχε κάνει μεγάλο λάθος θεωρώντας ότι είναι πιο έξυπνος από τον Επιθεωρητή.
Κι όμως, τα πράγματα μια ώρα αργότερα πίσω στο Τμήμα δεν είχαν ξεκαθαρίσει, αντιθέτως είχαν γίνει πιο θολά και από το μυαλό του. Κανένας από τους κοσμηματοπώλες ή χρυσοχόους της περιοχής δεν είχε δει ή ακούσει για ένα δαχτυλίδι με ζαφείρια μεγάλης αξίας, ούτε τα υπόλοιπα κοσμήματα στη λίστα τους θύμιζαν κάτι. Η έρευνα είχε πέσει στο κενό. Πεισμωμένος τώρα, σήκωσε το τηλέφωνο και ακύρωσε το ραντεβού του. Αν ο Μπράϊαν νόμιζε ότι θα εξευτέλιζε την κυρία Θορν πασάροντας το δαχτυλίδι της σαν σύμβολο αρραβώνα σε κάποια ανίδεη κοπελίτσα, έσφαλε οικτρά. Αυτή η υπόθεση θα ξεκαθάριζε σήμερα το βράδυ, το είχε αποφασίσει και μετά θα μπορούσε ίσως να χαρεί την έξοδό του έστω και καθυστερημένα.
Έφτασε έξω από το σταθμό με τις άμαξες περίπου δέκα λεπτά αργότερα. Ο νεαρός ήταν μέσα και υπέγραφε τα δρομολόγια της ημέρας μπροστά στον πάγκο, χωρίς να χάσει την ευκαιρία να χαζολογήσει με την γραμματέα της εταιρείας μεταφορών που ανταποκρινόταν με ευχαρίστηση. Εκνευρισμένος τώρα ακόμη περισσότερο, ο Μπέκερ πλησίασε και έφτασε δίπλα του.
“Αν τελείωσες από τη βάρδια σου, Λοτζ, σε θέλω”, είπε. Ο νεαρός γύρισε και τον κοίταξε με βλέμμα ενοχλημένο. Σαν να αγνοούσε εντελώς το γεγονός ότι ήταν ύποπτος για ληστεία και σίγουρα θα κατέληγε στη φυλακή ένευσε καταφατικά, έβαλε την τελευταία υπογραφή και με χαμόγελο έκλεισε το μάτι στη γραμματέα που τώρα όμως δεν έδειχνε τόσο εντυπωσιασμένη όσο πριν. Νευρικός και ακόμη πιο ενοχλημένος τώρα ο Λοτζ ακολούθησε τον Επιθεωρητή έξω από τον σταθμό, σε μια ήσυχη γωνία.
“Έρχομαι από την Εμίλια Θορν, Λοτζ. Φαίνεται ότι κάποιος αποφάσισε να την αλαφρώσει από τα κοσμήματά της και για κάποιο λόγο μοιάζεις ο μόνος σχετικός και φορτωμένος”, μπήκε κατευθείαν στο θέμα. “Τι λες τώρα, πάμε και μια βόλτα στο Τμήμα να μου τα πεις όλα εκεί ή θα πάμε σπίτι σου στα σβέλτα να μου παραδώσεις τη λεία να τελειώνουμε;”, κατέληξε.
Ο Μπράϊαν Λοτζ έβαλε τα γέλια δυνατά.
“Εγώ να κλέψω την γριούλα; Κάτσε καλά, Επιθεωρητή, αυτό είναι το καλύτερο αστείο που έχω ακούσει! Πού να το πω στους άλλους στην παμπ, θα γίνει χαμός!” αναφώνησε.
“Ώστε αρνείσαι κάθε κατηγορία.” είπε κοφτά ο Μπέκερ. “Ακόμη και αν πάμε επιτόπου σπίτι σου;”.
“Και δεν πάμε; Αν δεν σε πειράζει, Επιθεωρητή, που είχα κάποιες επισκέψεις σήμερα το πρωί, ξέρεις, από αυτές που γίνονται στα κλεφτά και το σπίτι μυρίζει ακόμη έρωτα. Πάμε, γιατί όχι;”
Και πράγματι. Μπροστά ο Μπράϊαν και ακριβώς από πίσω του ο Μπέκερ έφτασαν σπίτι του, σε αυτή την τρύπα δηλαδή, που μύριζε ακόμη χρησιμοποιημένα σεντόνια. Ο Επιθεωρητής έψαξε τα πάντα όσο ο Μπράϊαν καθόταν όρθιος, και στηριγμένος πάνω στο μοναδικό κομοδίνο από τα λίγα έπιπλα του σπιτιού που είχε ψάξει πρώτος ο Μπέκερ με τα χέρια σταυρωμένα.
“Και ήταν μεγάλης αξίας το δαχτυλίδι, δηλαδή;” ρώτησε τώρα με την ίδια άνεση.
“Εάν το έχεις σπρώξει ήδη κάπου, θα το βρούμε μέσα σε λίγες μέρες, το γνωρίζεις, έτσι;” είπε ο Μπέκερ.
“Δεν μου απαντάς, Επιθεωρητή, άρα μάλλον έτσι θα είναι. Καλά, πες στην γριά ότι θα της κλαδέψω τον κήπο τζάμπα για να ηρεμήσει. Ακούς εκεί η θεότρελη να κατηγορήσει εμένα που της έχω κάνει τόσες δουλειές”¨, πρόσθεσε επιτιμητικά.
Στο Τμήμα πάλι, ο Μπέκερ έγραψε την αναφορά του ως όφειλε και κοίταξε το ρολόι. Η Μαντλέν σίγουρα θα τον περίμενε ακόμη. Και πράγματι όταν έφτασε έξω από το σπίτι της, τα φώτα ήταν αναμμένα. Αλλά η υποδοχή δεν ήταν αυτή που περίμενε, μια που η Μαντλέν του άνοιξε την πόρτα με βλέμμα ψυχρό και επιθετικό.
“Τι συμβαίνει, κορίτσι μου;” τη ρώτησε, όταν προσπάθησε να την φιλήσει στο μάγουλο όπως έκανε πάντα, αλλά εκείνη τραβήχτηκε. “Δεν θα πάμε για φαγητό;”, τη ρώτησε.
“Προφανώς όχι, Φράνσις. Μόλις με κάλεσε ο Τόμας, μου είπε να σε ενημερώσω ότι πρέπει να επιστρέψεις άμεσα στο Τμήμα. Δεν μου είπε ως συνήθως τον λόγο. Ξέρεις κάτι; Έχει γίνει κουραστικό πολύ όλο αυτό. Και δεν είμαι γραμματέας σου”. Ο Μπέκερ ξεφύσησε κουρασμένος.
“Έχεις δίκιο, αγάπη μου. Πάω να δω τι έγινε και θα αναπληρώσουμε όλο το Σαββατοκύριακο, τι λες;”, προσπάθησε να την μαλακώσει. “Θα δούμε, αυτό λέω μόνο”, είπε η Μαντλέν και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Ο Φράνσις έσκυψε και κοίταξε τα παπούτσια του. Ήταν σκονισμένα από το χώμα στον κήπο της κυρίας Θορν. Πώς θα έβγαινε ραντεβού έτσι; Ούτε καν το είχε δει. Έτριψε πάλι τον αυχένα του σκεπτικός. Τι ζωή ακριβώς υποσχόταν στην Μαντλέν; Αλλά δεν προλάβαινε να προβληματιστεί. Ο Τόμας θα τηλεφωνούσε μόνο για κάτι πραγματικά επείγον. Ήξερε. Και γι’ αυτόν τον βρήκε κι εκείνον στο γραφείο λίγη ώρα αργότερα. Είχε σίγουρα αρνηθεί και αυτός την ξεκούρασή του παρόλο που είχε δικαίωμα σε αυτήν.
“Επιθεωρητή, πρέπει να φύγουμε άμεσα. Ο ιατροδικαστής είναι ήδη εδώ. Να πάμε οι τρεις μας. Έχουμε μια δολοφονία στα χέρια. Και το θύμα είναι η καημένη η κυρία Θορν”.
Ο Μπέκερ πέτρωσε. Ε, όχι και αυτό σήμερα.
“Πώς; Πώς έγινε αυτό; Και ποιος ειδοποίησε την αστυνομία;”
“Η ίδια, αν θελετε το πιστεύετε. Κάλεσε εδώ έντρομη, λέγοντας ότι κάποιος είναι έξω από την πόρτα. Η γραμμή έπεσε αμέσως, και ο Μάιλς πήγε από εκεί που είναι η βάρδια του. Εγώ ετομαζόμουν να φύγω αλλά έμεινα. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Και να που το κακό έγινε’.
Το κακό έγινε. Ο Μπέκερ μπήκε μέσα στο αμάξι της αστυνομίας με αυτή τη φράση να στριφογυρίζει στο μυαλό του. Ήταν λες και η επίσκεψή τους είχε προκαλέσει τον θάνατο της γηραιάς κυρίας Θορν. Η μητέρα του θα ήταν απαρηγόρητη. Έπρεπε να ειδοποιήσουν και τον γιο της που ζούσε πια στο Λονδίνο. Αλλά αυτό μπορούσε να το αναλάβει και ο Μάιλς. Τώρα είχε διπλό λόγο να θέλει να βάλει τον δολοφόνο φυλακή. Η πρόκληση ήταν σχεδόν προσωπική πια. Και αυτό όμως ήταν λάθος συναίσθημα, κι αυτό έπρεπε να πετάξει από το μυαλό του, το ήξερε καλά καθώς άνοιγαν την πόρτα προς το σπίτι. Το άψυχο σώμα της κυρίας Θορν βρισκόταν στο σαλόνι. Έμοιαζε σαν να κοιμάται πάνω στον καναπέ. Το χέρι της ήταν ακουμπισμένο στην καρδιά και ο ιατροδικαστής το επιβεβαίωσε αμέσως. Είχε πάθει προφανώς έμφραγμα από τον τρόμο. Ο Μπέκερ έτριξε τα δόντια του.
“Πηγαίνω στον σταθμό με τις άμαξες.”
“Δεν χρειάζεται, Επιθεωρητή. Ο Λοτζ βρίσκεται σε δρομολόγιο. Ήξερα ότι θα το έλεγες αυτό και πήρα τηλέφωνο. Θα επιστρέψει σε τέσσερις ώρες από Λονδίνο”.
“Σε τρεις ώρες μπορεί να είναι αργά και να τον χάσουμε. Παίρνω το αυτοκίνητο. Μπορείς να επιστρέψεις με τον γιατρό;”. Ο Τόμας κατένευσε και ο Μπέκερ βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητο πιο γρήγορα από όσο περίμενε ο βοηθός του. Έβαλε μπρος, με όπισθεν αρχικά και ένα δυνατό μουγκρητό της μηχανής μετά και βγήκε με ταχύτητα στον κεντρικό δρόμο. Οι άμαξες κόντευαν να καταργηθούν με την εφεύρεση του αυτοκινήτου, απλώς ελάχιστοι διέθεταν αυτό το χρήσιμο μηχάνημα. Με ανακούφιση το είχαν δεχτεί όλοι, βέβαια. Οι ακαθαρσίες των αλόγων στο δρόμο ήταν κάτι που έπρεπε να φύγει, αυτό το ήξερε και ο τελευταίος κάτοικος.
Οδήγησε σβέλτα περίπου τρία τέταρτα, όταν μπροστά του, επάνω στο γύρισμα μιας στροφής, εμφανίστηκε η άμαξα του Λοτζ. Φαινόταν να βιάζεται με το νυχτερινό δρομολόγιο. Κόρναρε δυνατά για να στρέψει την προσοχή του οδηγού προς τα πίσω. Ο Λοτζ γύρισε το κεφάλι του, αλλά δεν φάνηκε να καταλαβαίνει -ή έτσι υποκρινόταν- μέχρι που ο Επιθεωρητής ζύγωσε την άμαξα και έφτασε δίπλα της, σε μία λίγο επικίνδυνη κίνηση. Ο Λοτζ και εκείνος πλέον κοιτάζονταν στα μάτια. Του φώναξε να σταματήσει λίγο παρακάτω και πράγματι εκείνος το έκανε. Οι δύο απορημένοι ταξιδιώτες έλαβαν την οδηγία να παραμείνουν μέσα μέχρι νεοτέρας.
“Για Λονδίνο το έβαλες, βλέπω”, είπε σαρκαστικά ο Επιθεωρητής, όσο παρατηρούσε τον ύποπτό του να κατεβαίνει από την άμαξα επιδέξια με έναν πήδο.
“Κάνω τη δουλειά μου, Επιθεωρητή”, απάντησε εκείνος με το γνωστό θράσος. “Από πότε είναι παράνομο αυτό;”
“Από τότε που σκορπάει πίσω της πτώματα αυτή η δουλειά. Η κυρία Θορν βρέθηκε δολοφονημένη. Δεν το περίμενες μάλλον ότι είχε προλάβει να ειδοποιήσει την αστυνομία”.
Ο Λοτζ πισωπάτησε. Τι έκανε τώρα; Τον ξαφνιασμένο;
“Πότε έγινε αυτό; Τώρα; Σήμερα;” Ο Μπέκερ κατένευσε ευχαριστημένος τον αμαξά. “Σήμερα ναι. Πότε ξεκίνησε το δρομολόγιό σου; Και προσοχή, ο Τόμας θα έχει καλέσει ήδη την εταιρεία σου, οπότε τα ψέματα μπορείς να τα ξεχάσεις.”
“Στις οκτώ. Πριν μία ώρα περίπου”, μουρμούρισε ο Λοτζ. “Και τώρα φαντάζομαι ότι θα μου πείτε πως την σκότωσα κι έφυγα”. “Προφανώς, Λοτζ”, είπε αποφασισμένα ο Φράνσις.
Ο Λοτζ έξυσε το κεφάλι του. Βρισκόταν ολοφάνερα σε δύσκολη θέση. Η όψη του νταή είχε εξαφανιστεί από τις κινήσεις του. “Δεν το έκανα εγώ, Επιθεωρητή”, ήταν το μόνο που είπε. “Αλλά άντε τώρα να πείσεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Από το σπίτι μου στη δουλειά πήγα κατευθείαν, το ορκίζομαι”.
“Με μια μικρή στάση, μάλλον, από το σπίτι της κυρίας Λοτζ”. Ο Μπράϊαν Λοτζ κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
“Καλά, καλά. Θα πάρεις αυτή την άμαξα, θα δικαιολογηθείς στους επιβάτες και θα περάσεις μπροστά να σε βλέπω. Επιστρέφουμε στην πόλη και αφού αφήσεις τους επιβάτες σπίτι τους θα πάμε στο Τμήμα για να γίνει η ανάκρισή σου. Θα πρέπει να αναφέρεις όλες τις κινήσεις σου μέχρι την ώρα που παρέλαβες αυτούς τους ανθρώπους”. Στράφηκε προς την άμαξα και χτύπησε το τζάμι. Η πόρτα άνοιξε και το ζευγάρι τον κοίταξε τρομαγμένο.
“Θα χρειαστώ και από εσάς μία κατάθεση, αλλά πρώτα πείτε μου. Το δρομολόγιο ξεκίνησε στην ώρα του; Φύγατε ακριβώς οκτώ; Επιθεωρητής Μπέκερ εδώ”, έκανε και έδειξε το σήμα του.
“Ναι, Επιθεωρητά, οκτώ ήμασταν στο σταθμό και ξεκινήσαμε”, είπε ο σύζυγος και έπιασε το χέρι της συζύγου του που δεν μιλούσε. “Συνέβη κάτι; Φταίξαμε πουθενά;”, ρώτησε.
“Αφήστε τα, δυστυχώς εξαιτίας του οδηγού σας το ταξίδι σας ακυρώνεται για έκτακτους λόγους. Είμαι βέβαιος όμως ότι η εταιρεία θα σας αποζημιώσει. Ευχαριστώ για την κατανόηση. Θα επιστρέψετε σπίτι σας, εκτός αν προτιμάτε να επιστρέψετε στον σταθμό για να πάρετε μια άλλη άμαξα”. Ο άντρας κατένευσε και η σύζυγος επίσης. Φαινόταν χαλαρή τώρα που κατάλαβε ότι δεν τους κατηγορούσαν για τίποτα.
Στο Τμήμα πια, αρκετή ώρα αργότερα, ανακριτής και ανακρινόμενος φαίνονταν το ίδιο κουρασμένοι.
“Σας το είπα χίλιες φορές, Επιθεωρητά. Κανένας δεν με είδε να πηγαίνω σπίτι και να ετοιμάζομαι.Έκανα μια βόλτα στα μαγαζιά, πήγα σπίτι μου, έβαλα τη στολή για τη δουλειά και πήγα στον σταθμό. Παρέλαβα τους επιβάτες και έφυγα”.
Ο Μπέκερ έκανε πίσω στην καρέκλα του, τη στιγμή που ο Τόμας έμπαινε στο γραφείο. “Θα έχεις όλο το χρόνο σήμερα το βράδυ να το ξανασκεφτείς και να μου τα πεις καλύτερα αύριο, Λοτζ, πίστεψέ με”, είπε όσο ένας ακόμη αστυνομικός ερχόταν να τον παραλάβει. Θα περνούσε τη νύχτα εκεί. Και μπορεί το κελί να του φώτιζε τη μνήμη.
“Τι έγινε, Τόμας;” ρώτησε τον βοηθό του που έμοιαζε πιο φρέσκος από όλους. “Το βρήκαμε, Επιθεωρητά. Βρήκαμε το δαχτυλίδι. Το έβαλαν πίσω στο κουτί κάτω από τις τριανταφυλλιές που μας έδειξε η κυρία Θορν όταν ήμασταν εκεί. Εγώ τους είπα να ψάξουν εκεί και το βρήκαν!”. Ο Επιθεωρητής του έριξε ένα περίεργο βλέμμα, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει στα λόγια του.
“Μπράβο για την ιδέα, Τόμας. Και χαίρομαι που το κληρονομικό απόκτημα του γιου της είναι ζωντανό, αλλά δεν παύουμε να έχουμε μια νεκρή στην υπόθεση”. Το χαμόγελο του Τόμας πάγωσε.
“Ναι, φυσικά. Έχετε δίκιο”. Ο Μπέκετ σηκώθηκε αργά από την καρέκλα και τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο. “Πάω. Πήγαινε σπίτι κι εσύ. Μέχρι αύριο το μεσημέρι θα έχει σπάσει ο άλλος μέσα”.
“Μακάρι. Ο γιος της έχει πάρει ήδη τρεις φορές τηλέφωνο και προσπαθώ να τον ηρεμήσω. Αλλά δεν ξέρω τι να του πω. Ήταν τελικά θύμα καρδιάς ή ανθρωποκτονίας η μητέρα του; Υπήρξε προμελέτη; Κι αν ο Λοτζ είχε έρθει απλώς σπίτι της για να επιστρέψει το κόσμημα και όχι για να την σκοτώσει; Τι ισχύει;”
“Θα τα δούμε όλα αυτά αύριο.” Ο Μπέκερ έκανε να φύγει όταν ακούστηκε φασαρία από τα κελιά. Προσπέρασε δύο συναδέλφους του που επίσης ετοιμάζονταν να δούνε τι συνέβαινε και βρέθηκε έξω από το κελί του Λοτζ, που χτυπούσε τα κάγκελα ζητώντας να δει κάποιον από το Τμήμα.
“Αστυνομία! Επιθεωρητή! Α, ήρθατε. Ωραία, είμαι έτοιμος να σας τα πω όλα, μόνο βγάλτε με αποδώ. Πρέπει να μου υποσχεθείτε ότι θα με βγάλετε αν σας τα πω όλα”. Ο Μπέκερ τον περιεργάστηκε. Έδειχνε ειλικρινής, αλλά έκανε νόημα στον συνάδελφό του που κρατούσε τα κλειδιά να περιμένει λίγο. “Μας τα λες και αποδώ, Λοτζ. Για ξεκίνα”, είπε.
Ο Λοτζ ξεφύσησε εκνευρισμένος, αλλά δεν άφησε τα κάγκελα από τα χέρια του. Κοίταξε τον Μπέκερ κατευθείαν στα μάτια. “Ο γιος της τα έκανε όλα. Οκέι; Αυτός με έβαλε να την τρελάνω. Δεν σκόπευα να πάρω ποτέ τίποτα, δεν είμαι κλέφτης εγώ. Αυτός με πήρε και με δασκάλεψε για το σπίτι. Μου έστειλε και χρήματα. Αλλά όχι και φονιάς. Δολοφόνος εγώ δεν γίνομαι για χάρη του και για 200 λίρες. Άσε που δεν τις έφαγα καν. Εκεί είναι. Στην τράπεζα τις έβαλα. Να του τις στείλω πίσω άμα θέλετε. Κανένα πρόβλημα δεν έχω. Μόνο αφήστε με ήσυχο”.
Ο Μπέκερ τον κοίταξε για λίγο σιωπηλός.
“Καλά όλα αυτά, Λοτζ, αλλά εδώ είχατε να κάνετε με γέρο άνθρωπο. Δεν μπορεί να μην ήξερες ότι κάποια στιγμή το σώμα της θα παρέδιδε τα όπλα. Εϊναι 80 χρονών και βάλε”.
“Σας ξαναλέω, δεν το σκεφτήκαμε ποτέ αυτό. Εγώ τουλάχιστον όχι. Το μόνο που ήθελε αυτός ο σατανάς ήταν το σπίτι. Σου λέει, θα την τρελάνουμε να μπει στο γηροκομείο ή σε καμία κλινική και θα μου μείνει το σπίτι. Παίζει όλα του τα λεφτά στα χαρτιά στο Λονδίνο”.
“Καλώς. Σε ευχαριστώ που μου δίνεις και τον ηθικό αυτουργό, αλλά εξακολουθείς να είσαι συνένοχος σε απάτη και ανθρωποκτόνος εξ αμελείας. Ευτυχώς τα κλουβιά εδώ χωράνε δύο”. Γύρισε προς τον συνάδελφό του που χασκογέλασε βλέποντας το έκπληκτο πρόσωπο του Μπράιαν Λοτζ. Πραγματικά πρέπει να πίστευε ότι θα τον άφηναν να φύγει χάρη στην επιστροφή των 200 λιρών. Έκανε να φύγει όταν η φωνή του Λοτζ ακούστηκε και πάλι.
“Πολύ καλά, Επιθεωρητή. Μόνο μην απορήσεις αν βρεις κι εσύ τα πόδια σου χωμένα σε τσιμέντο καμία μέρα. Ο γιος της πάνω έχει μπλέξει χοντρά, με μεγάλα κεφάλια που δεν συγχωρούν κανέναν, και ακόμη λιγότερο έναν Επιθεωρητή που μπλέκεται στις δουλειές τους”.
Η καρδιά του Φράνσις αναπήδησε. Ήταν χαρά αυτό που αισθανόταν; Κούνησε απλώς το κεφάλι του και έφυγε από τον χώρο των κελιών για να τηλεφωνήσει σε ένα φιλικό του Τμήμα στο Λονδίνο. Και βέβαια, οι αναφορές του Λοτζ είχαν βάση. Ο γιος της κυρίας Θορν είχε ήδη συλληφθεί μία φορά για χρέη και αρκετές φορές του είχε γίνει επισήμανση για την παράνομη χαρτοπαιξία. Αλλά η πρωτεύουσα ήταν μεγάλη και έκρυβε τα καθάρματα σαν κι αυτόν καλά μέσα στα πολλαπλά στενά της. Ίσως να άξιζε μια βόλτα μέχρι εκεί η υπόθεση. Αλλά όχι, ο φίλος του από το Τμήμα του Κέντρου ήταν κάθετος. “Δεν έχει κανένα νόημα, Φράνσις. Κάνε ό,τι θέλεις με τον Μπέρνι Θορν, αλλά μην ελπίζεις να σε οδηγήσει πιο ψηλά αυτή η ιστορία. Ο τύπος είχε χωθεί σε τραπέζια με χοντρό χρήμα. Και η εξέλιξη ήταν η γνωστή. Αρχικά όλα πήγαιναν καλά, όλοι διασκέδαζαν, μέχρι που άρχισαν να μην πηγαίνουν τόσο καλά. Και εκεί ο Μπέρνι διαπίστωσε πως είχε άδειες τσέπες. Του έχουν κλείσει σχεδόν όλοι την πόρτα”.
“Και τότε γιατι να μην σκάψουμε λίγο πιο μέσα;” αναρωτήθηκε ο Μπέκερ. “Γιατί κανένας δεν εξοφλεί μέσα από τη φυλακή, Φράνσις. Και τα άτομα στα οποία χρωστάει είναι ικανά μέχρι και δικηγόρο να του βρουν. Χρωστάει χιλιάδες και μάλιστα εκεί που δεν πρέπει”. Ο Μπέκερ έσμιξε τα χείλη του δυσαρεστημένος. Δεν του άρεσε να του βάζουν τέτοια εμπόδια.
“Καταλαβαίνεις φυσικά ότι δεν μπορώ να μην τον συλλάβω. Δε θα χρειαστώ τίποτε άλλο από εσάς. Τα υπόλοιπα πάνω μου”, είπε. “Αυτό είναι το επόμενο που θα σου έλεγα. Ο τύπος έχει εξαφανιστεί από παντού. Χθες μόλις είχαμε αυτή την κουβέντα που μάθαμε για το άνοιγμα άλλης μίας λέσχης. Ο κακοπληρωτής Μπέρνι πρέπει να έχει πάρει τα βουνά και να κρύβεται. Ωστόσο θα κάνουμε ό,τι μπορούμε, πραγματικά”. Ο Μπέκερ ευχαρίστησε τον φίλο του, έκλεισε το τηλέφωνο και σήκωσε το βλέμμα του. Ο τοίχος απέναντι από το γραφείο του ήταν γεμάτος με φωτογραφίες και αναφορές καρφιτσωμένα σε ένα τεράστιο πίνακα της πόλης του Λονδίνου. Η δική τους πόλη, βλέπεις, δεν έφτανε για να καλύψει έναν τοίχο ολόκληρο.
Μία εβδομάδα αργότερα, ανάσαινε το καυσαέριο της μεγαλούπολης με μία σχετική νοσταλγία. Έπρεπε να το κάνει συχνότερα, σκέφτηκε, και κοίταξε γύρω του. Παρά τις έρευνες του Λονδρέζικου Κέντρου Επιχειρήσεων, ο Μπέρνι Λοτζ παρέμενε άφαντος. Ένα ένταλμα είχε εκδοθεί για τη σύλληψή του, αλλά αυτό ήταν όλο. Ο Φράνσις Μπέκερ όμως για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να αφήσει αυτή την υπόθεση από το μυαλό του. Φορώντας τώρα το καλύτερο κοστούμι του, καπέλο και κασκόλ, στεκόταν έξω από μία σκοτεινή πόρτα της οδού Λίνκολν 37. Είχε βάλει λυτούς και δεμένους -κυριολεκτικά- για μια θέση σε ένα από τα τραπέζια της παλιάς αυτής αλλά θεωρητικά άγνωστης και μυστικής χαρτοπαικτικής λέσχης.
Η πόρτα άνοιξε και ένα σκιώδες πρόσωπο τον οδήγησε προς τα μέσα, αφού πρώτα τον ρώτησε αν θέλει αν αφήσει κάπου το παλτό και το καπέλο του. Αρνούμενος, ο Μπέκερ προχώρησε στο βάθος, όπου από τις διάφορες ακούγονταν σιγανές φωνές και έβγαινε φως από τις χαραμάδες της κάθε πόρτας. Διάλεξε τη δεύτερη για κάποιον αόριστο λόγο.
Κανένας δεν φάνηκε να τον παρατηρεί όταν μπήκε στο χώρο. Στο τραπέζι υπήρχε ήδη μια άδεια καρέκλα και τώρα μόλις άδειαζε μία ακόμη, καθώς ένας άντρας με ιδρωμένο κούτελο σηκωνόταν από τη θέση του. “Έφυγα, μάγκες. Στέγνωσε το λαρύγγι μου και η τσέπη μου. Καθήστε”, είπε στον Μπέκερ που έβγαλε σιωπηλά το καπέλο του και το ακούμπησε χαλαρά σε ένα μεγάλο έπιπλο δίπλα στην πόρτα. Κάθησε στην καρέκλα που του πρότεινε ο “στεγνός” πελάτης της λέσχης και κοίταξε γύρω του.
“Με πόσα μπαίνω;” ρώτησε.
“100 λίρες”, του απάντησε ένας άντρας με γερακίσια μύτη. “Είσαι μέσα;”
“Και με πόσα βγαίνω;” ρώτησε ο Μπέκερ ακουμπώντας 100 λίρες στο τραπέζι.
Οι άντρες γύρω του γέλασαν.
“Βρε, αυτός μας φοβήθηκε καλά-καλά δεν έπεσε χαρτί στο τραπέζι! Δε δαγκώνουμε, φίλε. Εδώ απλώς παίζουμε. Πόκα και τίποτε άλλο”.
“Εγώ αλλιώς τα έχω μάθει από τον Μπέρνι. Μη με απογοητεύετε τώρα”, είπε ο Μπέκερ και πήρε ψύχραιμος τα χαρτιά που του πέρασε ο ντίλερ.
“Α, ποιος Μπέρνι; Φίλος του Θορν είσαι;” ρώτησε ο ντίλερ και έβαλε το τελευταίο χαρτί πίσω στον πάκο. “Άκου, φίλε, εμείς με τζαμπατζήδες δεν κάνουμε παιχνίδι. Πάρε τα λεφτά σου και φύγε”. Ο Φράνσις περίμενε αυτή την απάντηση και χαμογέλασε. Σηκώθηκε όρθιος και έβγαλε την αστυνομική του ταυτότητα από το τσεπάκι του σακακιού που την είχε παραχώσει.
“Επιθεωρητής Μπέκερ. Αστυνομία”, είπε.
Το τραπέζι πάγωσε. Κανένας δεν μίλησε για κανένα δευτερόλεπτο-δύο μέχρι που άρχισαν σιγά -σιγά να συνέρχονται. Ο άντρας που του είχε απευθυνθεί πρώτος, έβαλε τα γέλια. “Ήρθε και η αστυνομία να σε μαζέψει αποδώ, Μπέρνι, χαρά στα κουράγιο της”. Οι υπόλοιποι τρεις ακολούθησαν το παράδειγμά του. Ο Μπέκερ όμως περίμενε και αυτή την αντίδραση. Ατάραχος, έβαλε την ταυτότητα στη θέση της. “Αφου δεν χρειάζεστε τις εκατο λίρες, τις μαζεύω και τα βλέπω. Πού τον βρίσκω αν όχι εδώ ή στο σπίτι του;”.
Ο ντίλερ κούνησε το κεφάλι με ένα σαρκαστικό χαμόγελο.
“Αρχηγέ μου, ή Επιθεωρητή πως πρέπει να σε πω, αν δεν τον βρίσκεις ούτε εδώ, ούτε στο σπίτι του, δε θα τον βρεις πουθενά. Παράτα τα. Πάει αυτός, να ‘ταν κι άλλοι”.
“Τον είχαν πολλοί στη μπούκα;” ρώτησε ο Μπέκερ. “Πολλοί αλλά κανένας από εμάς εδώ που βλέπεις. Στο δωμάτιο πάνω θα βρεις αυτούς που ψάχνεις, πρώτη πόρτα δεξιά. Αλλά θα σου πρότεινα να βάλεις τα εκατό πάλι στο τραπέζι και να δοκιμάσεις την τύχη σου. Σήμερα είναι όλοι εδώ”.
Αυτό ακριβώς περίμενε να ακούσει ο Φράνσις. “Ευχαριστώ”, είπε και πήρε το καπέλο του από το μεγάλο έπιπλο. “Αλλά η αστυνομία δεν φέρνει μισθούς για τζογάρισμα”, πρόσθεσε και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του όπως ακριβώς την είχε βρει. Από τον επάνω όροφο ακούγονταν γέλια και φωνές. Μακάρι να ήταν αυτό το δωμάτιο που έψαχνε. Ανέβηκε με βήμα γοργό τις σκάλες και στάθηκε έξω από την πόρτα που του είχαν υποδείξει που έχασκε μισάνοιχτη. Τράβηξε το όπλο του από την εσωτερική τσέπη του παλτό και σπρώχνοντας με το πόδι του την πόρτα την έκανε να ανοίξει διάπλατα. Τρεις άντρες καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι έμειναν να τον κοιτάζουν.
“Αστυνομία”, είπε ο Φράνσις. “Χέρια ψηλά. Δε θέλω εσάς. Μια ερώτηση που δεν κοστίζει”. Οι τρεις άντρες σήκωσαν απρόθυμα τα χέρια ψηλά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Ο ένας έκανε να πιάσει κάτι από το δικό του σακάκι, αλλά ο Φράνσις έπιασε στον αέρα και αυτή την κίνηση. “Χέρια εμπρός, εσύ. Ούτε να το σκέφτεσαι αν θέλεις χέρι από αύριο να ξαναπαίξεις”. Ο άντρας κατάπιε μια βρισιά και γύρισε πάλι προς τα εμπρός. “Λοιπόν, καλόπαιδα. Πού είναι ο Μπέρνι Θορν. Ζητείται για μητροκτονία και ένα σωρό άλλα χούγια όπως αυτό. Δώστε μου ό,τι έχετε και το στέκι σας μένει ανέπαφο”. Ήταν η πιο παράτολμη κίνηση που είχε κάνει ποτέ στην καριέρα του, αλλά δεν βαριέσαι. Έτσι κι αλλιώς η γενικότερη πλήξη του ξεπερνούσε τον κίνδυνο.
“Άκου εδώ, καλόπαιδο κι εσύ. Ο Θορν είναι το τελευταίο από τα προβλήματα που θα έχεις αύριο. Κάνε μεταβολή και φύγε. Ξέρεις σε ποιους μιλάς;”
“Ούτε ξέρω, ούτε θέλω να μάθω. Ο Θορν”, επανέλαβε ο Φράνσις και έστρεψε το όπλο του προς εκείνον που μίλησε.
“Εντάξει, εντάξει. Ζήτα τον στην Μάρτζι. Αυτή πρέπει να τον κρύβει. Μια γκόμενα που κουβαλούσε εδώ κάθε τρεις και λίγο για γούρι, λέει. Ωραίο γούρι, δε λέω, αλλά γρουσούζικο μάλλον”.
“Πού τη βρίσκω;”
“Εκεί που την ψάχνουμε κι εμείς από χθες, στο Σάουθ Μπανκ”, απάντησε ο τρίτος άντρας που μέχρι στιγμή είχε μείνει αμίλητος. “Για πες, πάμε ένα στοίχημα ότι θα τους βρούμε πριν από σένα; Τι λες; Εγώ δε θα στοιχημάτιζα ούτε μια λίρα σε αυτό”, πρόσθεσε σαρκαστικά.
Ο Μπέκερ έκανε να φύγει. Το Σάουθ Μπανκ ήταν μια περιοχή που δεν συμπαθούσε καθόλου, αλλά δεν τον έπαιρνε να μείνει άλλο εδώ, όσο αυτά τα ζευγάρια μάτια τον ζύγιζαν.
“Και πού ‘σαι, Κομισάριε; Αν τον δεις, πες του ότι τα λεφτά τα δικά μας δεν χάνονται ούτε μέσα από κελί”. Οι υπόλοιποι γέλασαν και ο Μπέκερ άνοιξε την πόρτα και άρχισε να κατευθύνεται προς την έξοδο κατεβαίνοντας τα σκαλιά, χωρίς να μπορεί να αποφύγει ένα περίεργο συναίσθημα συμπάθειας για τον Θορν. Προφανώς είχε μπλέξει πιο ψηλά από όσο άντεχε η τύχη και η τσέπη του. Πίσω του η πόρτα ξανάνοιξε και αποφάσισε να επιταχύνει το βήμα του. Ευτυχώς ο άντρας που τον άφησε να μπει στο κτίριο νωρίτερα ήταν άφαντος και έτσι βρέθηκε γρήγορα στον ψυχρό, υγρό αέρα του Λονδίνου.
Ένα σωρό άνθρωποι έψαχναν αυτή τη στιγμή μία διεύθυνση και εκείνος έπρεπε να φτάσει πρώτος στο ζητούμενο. Πίσω του ακούστηκαν φωνές. Άρχισε να τρέχει κανονικά προς το επόμενο ανοιχτό δρομάκι. Έπρεπε να χάσουν τα ίχνη του άμεσα, εφόσον δεν είχε λάβει καμία ενίσχυση από το λονδρέζικο κέντρο. Λαχανιασμένος βγήκε σε μια κεντρική αρτηρία και στάθηκε κάτω από ένα φανάρι που με το θολό του φως τον προστάτευε. Αν το μάθαιναν ότι είχε κάνει τέτοιο τόλμημα εδώ, μπορεί και να του αφαιρούσαν κάθε δικαίωμα στο Λονδίνο και αυτό δεν το ήθελε. Ανασηκώθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Το πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά του θα ήταν το τυχερό. Και πράγματι, εκείνη τη στιγμή πέρασε ένα άδειο μπροστά του, σφυρίζοντας τα φρένα του όταν είδε το νεύμα του. Χώθηκε μέσα και πήρε ξανά ανάσα. “Σάουθ Μπανκ, και γρήγορα”, έδωσε την οδηγία. Το ταξί πήρε μπρος άμεσα.
Αλλά το Σάουθ Μπανκ αποδείχτηκε απογοητευτικό. Κανένας δεν φαινόταν να γνωρίζει την περίφημη Μάρτζι ή η τύπισσα ήταν τόσο αγαπητή που κανένας δεν έδινε στοιχεία για εκείνη σε έναν άγνωστο, παρά την αστυνομική ταυτότητα -ή ίσως κυρίως εξαιτίας αυτής. Καιρός να μάθει νέα από το δικό του Τμήμα. Μπήκε σε έναν θάλαμο και έβαλε ένα κέρμα στη συσκευή. Ο Τόμας απάντησε αμέσως. “Κανένα νέο από εδώ, Επιθεωρητή. Εκτός από σένα. Εσύ είσαι μάλλον η είδηση των ημερών. Έχουν καλέσει ήδη από το Λονδίνο δύο φορές και σε ζητάνε. Τους λέω ότι λείπεις σε άδεια, όπως μου ειπες”. “Καλά έκανες. Ο Λοτζ τι κάνει; Κλαίει τη μοίρα του και τα παντελόνια του;” “Κάπως έτσι, Επιθεωρητή”.
Ο Μπέκερ κούνησε αργά το κεφάλι. Ήταν βέβαιος πως ένα από τα δύο τηλέφωνα είχε γίνει από τη συμμορία αυτή και όχι από την αστυνομία. Έπρεπε να βιαστεί. Είχε μάθει τουλάχιστον που εργαζόταν αυτή η κοκοτίτσα και το στέκι της απείχε μόλις λίγα τετράγωνα από εκεί που βρισκόταν. Ένα παράξενο προαίσθημα τον κυρίευε βήμα προς βήμα. Γιατί είχε παθιαστεί τόσο πολύ με αυτή την υπόθεση; Βαριόταν τόσο πολύ στην μικρή του κωμόπολη που είχε ρισκάρει να χάσει και το σήμα του το ίδιο για να βρει έναν δειλό χαρτοπαίκτη; Άξιζε τον κόπο ένα τέτοιο ρίσκο για τον Μπέρνι Θορν, έναν άντρα που κρυβόταν πίσω από γυναίκες και κυκλοφορούσε ακόμη με το παιδικό του υποκοριστικό;
Έφτασε κάτω από το μπαρ, ένα μπαρ σαν όλα τα άλλα στη μεγάλη βρετανική πόλη. Κοίταξε προς τα πάνω. Ήταν υπερβολικά απλό, αλλά θα ήταν τόσο μα τόσο βολικό, αν είχε δίκιο. Τον βοήθησε το ένστικτό του και μία μπουγάδα που κρεμόταν από τον πρώτο όροφο του κτιρίου. Γυναικεία και αντρικά ρούχα μαζί, και τα γυναικεία όλα κόκκινα. Βέβαιος ότι δεν έσφαλλε, έψαξε τα εξωτερικά σκαλιά, τα βρήκε και ανέβηκε τρέχοντας, αφού κοίταξε γύρω του προσεκτικά. Χτύπησε την κοντή πόρτα δυνατά, αλλά από μέσα δεν πήρε καμία απάντηση. Ξαναχτύπησε. Τίποτα. Κοίταξε ξανά γύρω του και έστριψε το εξωτερικό χερούλι. Μια μυρωδιά από φτηνό άρωμα πατσουλί ερχόταν από τη μπουγάδα που τον ζάλιζε.
Έβγαλε το όπλο του για δεύτερη φορά εκείνη τη νύχτα. Χτύπησε με αυτό το χερούλι. “Αστυνομία! Ανοίξτε!”, φώναξε δυνατά τώρα ρισκάροντας να τον ακούσουν από τα γύρω σπίτια. Ήταν σαν να μην μπορούσε να ελέγξει απόλυτα τις σκέψεις και τις κινήσεις του. Από μέσα ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος, σαν κάποιος να πέφτει στο πάτωμα, αλλά ακόμη κανένας δεν άνοιγε την πόρτα. Ο Φράνσις δεν το σκέφτηκε λεπτό. Με μια δυνατή κλωτσιά στην πόρτα, αυτή άνοιξε διάπλατα με ευκολία.
Μέσα ο χώρος μύριζε μπέικον τηγανισμένο εδώ και ώρες, κάτι σαν αρωματική λεβάντα και θάνατο. Μια καρέκλα ήταν πεσμένη στη μέση του δωματίου. Το άψυχο σώμα ενός άντρα κρεμόταν από το φωτιστικό. Φυσικά και καμία Μάρτζι δεν φαινόταν πουθενά, αλλά δεν είχε σημασία. Είχε αργήσει. Η έξαψη με κάθε λεπτό που περνούσε όσο εκείνος στεκόταν εκεί και κοιτούσε το πτώμα του Μπέρνι Θορν, ενός άντρα στον οποίο είχε να μιλήσει χρόνια, αργά και βασανιστικά καταλάγιαζε. Έσφιξε τις γροθιές του και έβαλε πίσω το όπλο του στην τσέπη του σακακιού. Ήταν πολύ αργά για τον Μπέρνι, ήταν πολύ αργά και για εκείνον; Μόνη λύση του ένα ανώνυμο τηλεφώνημα καταγγελίας στα κεντρικά και μετά πάλι σπίτι με το πρώτο τρένο ή άμαξα. Είχε χορτάσει κυνηγητό για σήμερα το βράδυ και ο Θορν δεν θα πήγαινε πουθενά πια. Όπως και αυτή η υπόθεση που εξαρχής ήταν σαν να του γλιστρούσε μέσα από τα χέρια. Γιατί τον πείραζε τόσο πολύ που ο άντρας αυτός αποδεικνυόταν δειλός μέχρι τελευταίας στιγμής; Είχε χορτάσει κυνηγητό αλλά η αδρεναλίνη δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Έστριψε να φύγει όταν είδε το σημείωμα πάνω στο κομοδίνο δίπλα στην πόρτα. “Συγγνώμη, Μαρτζ. Συγγνώμη, Μητέρα”. Δεν το ακούμπησε καν. Ο υιός είχε κάνει το χρέος του όπως το νόμιζε εκείνος. Και έτσι παράλληλα είχε γλυτώσει τη διαφυγή και από την δικαιοσύνη και από τις τύψεις. Μία δίψα για ποτό τον κατέβαλλε. Με γοργά και πεταχτά βήματα κατέβηκε τα σκαλιά με θολό μυαλό, και διέσχισε το κατώφλι του μπαρ. Στο μόνο τραπέζι που ήταν κατειλημμένο καθόταν μια γυναίκα με κόκκινο φόρεμα και βλέμμα βαριεστημένο. Καλώς τη Μάρτζι που δεν έχει πάρει χαμπάρι τίποτα από το έγκλημα κατά εαυτού που είχε συντελεστεί λίγα λεπτά πριν, σκέφτηκε.
Χωρίς να καταλαβαίνει και ο ίδιος τι κάνει, έκατσε στην καρέκλα απέναντί της και ακούμπησε το καπέλο του στο τραπέζι.
“Γεια σου, Μάρτζι”, της είπε απλά. “Κερνάω κρασί. Θα μου κάνεις παρέα;” τη ρώτησε. Η γυναίκα τον κοίταξε με ενδιαφέρον. Τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω προτού απαντήσει.
“Αν δεν μείνουμε μόνο στο ένα ποτήρι, φυσικά. Κάνει κρύο βλέπεις και κρυώνω εδώ μέσα”, είπε και γουργούρισε ανασηκώνοντας δήθεν από την ψύχρα τα χέρια και αγκάλιασε τα μπράτσα της.
“Ας πάρουμε ένα και βλέπουμε”, είπε ο Φράνσις και έβγαλε το παλτό του. Το ακούμπησε στη διπλανή καρέκλα. Η κοπέλα εξακολουθούσε να τον μετράει με βλέμμα έξυπνο και μυαλό γρήγορο. Αυτό φαινόταν. “Ποιος είσαι; Δεν σε έχω ξαναδεί σε αυτή την πλευρά της πόλης;” “Λέγε με Φράνσις”, είπε ο Μπέκερ, παρήγγειλε δύο ποτήρια κόκκινο κράσι που έφτασαν κατευθείαν στο τραπέζι και την κοίταξε σηκώνοντας το ένα. “Στην υγειά του Μπέρνι, ε;”. Η Μάρτζι γέλασε εύθυμα. “Α, φίλος του Μπέρνι από το χωριό του ή την πόλη του, ας πούμε, γιατί τσαντιζόταν όταν την έλεγα έτσι. Ζήτω ο Μπέρνι, λοιπόν! Ζήτω το Σάρεϊ!” είπε και τσούγκρισε εύθυμα, πίνοντας στο καπάκι μια μικρή, χαριτωμένη γουλιά. “Μισό λεπτό, πάω να τον φωνάξω, επάνω είναι”, είπε και σηκώθηκε με μια σβέλτη κίνηση από το τραπέζι. Ο Φράνσις ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και χωρίς να μπορεί να ερμηνεύσει και ο ίδιος το γιατί αυτής της σαδιστικής κίνησης, δεν είπε λέξη.
Δεν είπε λέξη και όταν εκείνη ντύθηκε με μια χοντρή, γούνινη εσάρπα και περπάτησε προς την έξοδο του μπαρ. Ακούμπησε μόνο δύο χαρτονομίσματα για τα ποτά τους στο τραπέζι και καθώς η πόρτα έκλεινε ακόμη αργά πίσω από τη Μάρτζι, την συγκράτησε και βγήκε έξω κρατώντας το καπέλο και το παλτό του στο χέρι. Από τον επάνω όροφο ακούστηκε μια στριγκλιά που διέσχισε το κρύο σοκάκι και έκανε το δέρμα του να ανατριχιάσει ψηλά έως στο κεφάλι. Με ένα τηλεφώνημά του το περιπολικό θα ήταν εδώ. Ας έκανε και εκείνη ό,τι πίστευε. Φόρεσε το παλτό και σήκωσε το γιακά. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει και έπρεπε να βρει έναν θάλαμο για να γλυτώσει από την κραυγή που ακόμη ηχούσε στα αυτιά του. Ρουθούνισε με νεύρα. Μυρωδιά από κρασί βγήκε από τη μύτη του. Το φθηνό κρασί και οι φτηνές γυναίεκς αφήνουν σημάδια και οι φτηνές ζωές πρόωρα πτώματα, σκέφτηκε.
Το μυαλό του έτρεξε στην Μαντλέν. Πώς θα αντιδρούσε αν ήξερε τι είχε κάνει τη σημερινή νυχτα; Δεν είχε ιδέα και δεν σκόπευε να το ανακαλύψει. Ως συνήθως. Λίγα βήματα παρακάτω ευτυχώς είδε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Μπήκε μέσα, έδωσε την πληροφορία στον αστυνομικό υπηρεσίας και έκλεισε το τηλέφωνο. Έξω η βροχή είχε θεριέψει. Κοίταξε τα δερμάτινα παπούτσια του σε χρώμα καφέ που είχαν ήδη μαυρίσει από το νερό. Μακάρι να μπορούσε να μείνει εκεί μέσα στα ζεστά και στα στεγνά μέχρι να σταματήσει η νεροποντή. Δεν είχε προλάβει. Αυτό ήταν όλο. Και ας έκανε ό,τι ήθελε αυτή. Εκείνος δεν είχε προλάβει, αυτό ήταν όλο.